ἀΐζηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀΐζηλος''': -ον, = [[ἀΐδηλος]], [[ἀόρατος]], τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν [[θεός]], Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων [[συμφώνως]] πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, [[ἀρίζηλος]], καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
|lstext='''ἀΐζηλος''': -ον, = [[ἀΐδηλος]], [[ἀόρατος]], τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν [[θεός]], Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων [[συμφώνως]] πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, [[ἀρίζηλος]], καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς [[ὅσπερ]] ἔφηνεν IL le dieu qui l’avait fait paraître le fit disparaître ; <i>au contr. selon d’autres</i>, très visible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἰδεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐζηλος Medium diacritics: ἀΐζηλος Low diacritics: αΐζηλος Capitals: ΑΪΖΗΛΟΣ
Transliteration A: aḯzēlos Transliteration B: aizēlos Transliteration C: aizilos Beta Code: a)i/+zhlos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐζηλος: -ον, = ἀΐδηλος, ἀόρατος, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός, Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων συμφώνως πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς ὅσπερ ἔφηνεν IL le dieu qui l’avait fait paraître le fit disparaître ; au contr. selon d’autres, très visible.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.