ἰσχυρόχρως: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(6_23) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289. | |lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυρόχρως]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>ο</i> «[[δέρμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρως</i>, <i>λιπαρό</i>-<i>χρως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A gloss on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.
German (Pape)
[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἰσχυροσώματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
Greek Monolingual
ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρό-χρως, λιπαρό-χρως].