ἀναδοχή: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδοχή''': ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἐν Σοφ. Τρ. 825 ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων ἑρμηνεύει «διαδοχὴν γενέσθαι τῶν πόνων». Ὁ Jebb ἐξηγεῖ: θὰ δώσῃ [[τέλος]] εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν πόνων. ΙΙ. [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], Πολύβ. 5. 27, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh.
|lstext='''ἀναδοχή''': ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἐν Σοφ. Τρ. 825 ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων ἑρμηνεύει «διαδοχὴν γενέσθαι τῶν πόνων». Ὁ Jebb ἐξηγεῖ: θὰ δώσῃ [[τέλος]] εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν πόνων. ΙΙ. [[ἐγγύησις]], [[ἀσφάλεια]], Πολύβ. 5. 27, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de prendre sur soi, de se charger de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοχή Medium diacritics: ἀναδοχή Low diacritics: αναδοχή Capitals: ΑΝΑΔΟΧΗ
Transliteration A: anadochḗ Transliteration B: anadochē Transliteration C: anadochi Beta Code: a)nadoxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A series, succession, πόνων S.Tr.825(lyr.).    2 reception, τινῶν A.D.Synt.144.10.    II surety, Plb.5.27.4: Cret. ἀνδοκά Leg.Gort.9.34: so prob. ἀνδοκεία IG14.422 (pl.), 423 (Tauromenium).

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, die Uebernahme, πόνων, der Mühsal von einem anderen, die Aufeinanderfolge mehrerer Arbeiten, Soph. Trach. 822, ch., wo der Schol. falsch ἀνάπαυσις erkl. Bei Pol. 5, 27 = ἐγγύη, Bürgschaft, ἀπαγαγεῖν ἐκέλευσε Λεόντιον πρὸς τὴν ἀναδοχήν, er ließ sie ins Gefängniß führen der Bürgschaft wegen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοχή: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἐν Σοφ. Τρ. 825 ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων ἑρμηνεύει «διαδοχὴν γενέσθαι τῶν πόνων». Ὁ Jebb ἐξηγεῖ: θὰ δώσῃ τέλος εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν πόνων. ΙΙ. ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Πολύβ. 5. 27, 4, ἔνθα ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de prendre sur soi, de se charger de.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.