συσσωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσσωρεύω''': [[σωρεύω]] [[ὁμοῦ]] εἰς ἓν [[μέρος]], [[ἐπισωρεύω]], Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.
|lstext='''συσσωρεύω''': [[σωρεύω]] [[ὁμοῦ]] εἰς ἓν [[μέρος]], [[ἐπισωρεύω]], Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρεύω]]<br />[[μαζεύω]] [[πολλά]] πράγματα σε ένα [[μέρος]], φτειάχνω σωρό («[[πλῆθος]] ἄμμου συσσωρεύει», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσωρεύω Medium diacritics: συσσωρεύω Low diacritics: συσσωρεύω Capitals: ΣΥΣΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: syssōreúō Transliteration B: syssōreuō Transliteration C: syssoreyo Beta Code: susswreu/w

English (LSJ)

   A heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.

Greek (Liddell-Scott)

συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).