ἑτοιμόρροπος: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_17) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμόρροπος''': -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D. | |lstext='''ἑτοιμόρροπος''': -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αμφίρροπος]], [[ανισόρροπος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 7 September 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόρροπος: -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρροπος, ανισόρροπος].