πορφυροβάφος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_14)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροβάφος''': ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν [[χρῶμα]] τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.
|lstext='''πορφῠροβάφος''': ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν [[χρῶμα]] τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τεχνίτης]] της βαφής πορφυρών υφασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδρο</i>-<i>βάφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροβάφος Medium diacritics: πορφυροβάφος Low diacritics: πορφυροβάφος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΒΑΦΟΣ
Transliteration A: porphyrobáphos Transliteration B: porphyrobaphos Transliteration C: porfyrovafos Beta Code: porfuroba/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβ-), Ath.13.604b.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβάφος: ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν χρῶμα τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης της βαφής πορφυρών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο-βάφος].