καθαιμάσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε. | |lstext='''καθαιμάσσω''': μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, [[ῥαντίζω]] ἢ κηλιδώνω μὲ [[αἷμα]], «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· [[χρόα]], δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. [[κάρα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.
German (Pape)
[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.