πωλοδαμαστής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_19) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλοδαμᾰστής''': -οῦ, ὁ, = [[πωλοδάμνης]], Διόδ. 17. 26· ― ἡ πωλοδαμαστική, = ἡ πωλοδαμνική, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λέξ. Ἄχναι. | |lstext='''πωλοδαμᾰστής''': -οῦ, ὁ, = [[πωλοδάμνης]], Διόδ. 17. 26· ― ἡ πωλοδαμαστική, = ἡ πωλοδαμνική, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λέξ. Ἄχναι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πωλοδάμνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαμαστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαμάζω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= πωλοδάμνης, PMich.Zen.71.4 (iii B.C.), D.S.17.76.
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, der Bändiger eines Fohlens, wie πωλοδάμνης, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδαμᾰστής: -οῦ, ὁ, = πωλοδάμνης, Διόδ. 17. 26· ― ἡ πωλοδαμαστική, = ἡ πωλοδαμνική, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λέξ. Ἄχναι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πωλοδάμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + δαμαστής (< δαμάζω)].