ὠβά: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).) | |lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>dor. p.</i> [[ὠβή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, in Laconia, a local division of the Spartan people, IG5 (1).26.11 (ii/i B. C.), 27.18; οἱ νικάσαντες τὰς ὠβάς ib.675, al.; ὠ. Λιμναέων ib.688;
A ὠβὰς ὠβάξαι Plu.Lyc.6:—cf. οὐαί· φυλαί, Hsch. (οὐᾷ (dat.) shd. perh. be read in an Inscr. from Orcistus, cf. JHS 57.247 (iii A. D.)) (prob. Cypr. or Thess.); ὤας· τὰς κώμας, Hsch. (β represents the digamma, cf. ὠγή· κώμη, Id.)
Greek (Liddell-Scott)
ὠβά: ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, ὑποδιαίρεσις τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ κώμη παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, ὅθεν ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. δίγαμμα IV, Curt. σ. 535 (573).)
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
dor. p. ὠβή.