λῆσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_1) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ. | |lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]].———————— <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βούλη</i>-<i>σις</i>, [[ποίη]]-<i>σις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (λήθω)
A = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
λῆσις (B), εως, ἡ, (λῶ)
Greek (Liddell-Scott)
λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκ-λησις, ἐπί-λησις), από όπου και το απλό λῆσις.———————— (II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλη-σις, ποίη-σις)].