γοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοητεύω''': ([[γόης]]) δένω διὰ μαγείας, [[μαγεύω]], ἐξαπατῶ, Πλάτ.Φαίδωνι 81Β, Γοργ. 483Ε, κτλ.― Παθ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 412Ε, 413Β, Δημ. 373. 29. 2) ἀπολ., ἐπαγγέλλομαι τὸν μάγον, Διογ. Λ. 8. 59.
|lstext='''γοητεύω''': ([[γόης]]) δένω διὰ μαγείας, [[μαγεύω]], ἐξαπατῶ, Πλάτ.Φαίδωνι 81Β, Γοργ. 483Ε, κτλ.― Παθ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 412Ε, 413Β, Δημ. 373. 29. 2) ἀπολ., ἐπαγγέλλομαι τὸν μάγον, Διογ. Λ. 8. 59.
}}
{{bailly
|btext=tromper par des manœuvres de charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[γόης]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητεύω Medium diacritics: γοητεύω Low diacritics: γοητεύω Capitals: ΓΟΗΤΕΥΩ
Transliteration A: goēteúō Transliteration B: goēteuō Transliteration C: goiteyo Beta Code: gohteu/w

English (LSJ)

   A bewitch, beguile, Pl.Grg.483e, etc.:—Pass., Id.R.412e, 413b, D.19.102, etc.; fascinate, as a snake, Plot.4.4.40.    2 abs., play the wizard, D.L.8.59.

German (Pape)

[Seite 500] ein γόης sein, bezaubern, durch Zauberei an sich locken, betrügen, τινά Plat. Men. 80 a; διὰ τῶν ὤτων τοῖς λόγοις Soph. 234 c; καὶ κατεπᾴδω Gorg. 484 a; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem. 19, 102; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γοητεύω: (γόης) δένω διὰ μαγείας, μαγεύω, ἐξαπατῶ, Πλάτ.Φαίδωνι 81Β, Γοργ. 483Ε, κτλ.― Παθ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 412Ε, 413Β, Δημ. 373. 29. 2) ἀπολ., ἐπαγγέλλομαι τὸν μάγον, Διογ. Λ. 8. 59.

French (Bailly abrégé)

tromper par des manœuvres de charlatan.
Étymologie: γόης.