ἀνταφαιρέω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(6_1) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταφαιρέω''': (μέσ. φων.) ἀφαιρῶ τι [[παρά]] τινος πρὸς τιμωρίαν κακῆς πράξεως: ὑμᾶς δὲ χρὴ τήν τε ἀνομίαν τοῦ παθήματος ἀμύνοντας, τήν τε ὕβριν κολάζοντας [[ἀξίως]] τοῦ πάθους, τὴν βουλεύουσαν ψυχὴν ἀνταφελέσθαι αὐτὸν Ἀντιφῶν 125. 46. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἐξ ἑκατέρου μέρους, καὶ ἀνταφαίρεσις, εως, ἡ, [[ἀφαίρεσις]] ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν, Νικομ. Ἀριθμ. 86. | |lstext='''ἀνταφαιρέω''': (μέσ. φων.) ἀφαιρῶ τι [[παρά]] τινος πρὸς τιμωρίαν κακῆς πράξεως: ὑμᾶς δὲ χρὴ τήν τε ἀνομίαν τοῦ παθήματος ἀμύνοντας, τήν τε ὕβριν κολάζοντας [[ἀξίως]] τοῦ πάθους, τὴν βουλεύουσαν ψυχὴν ἀνταφελέσθαι αὐτὸν Ἀντιφῶν 125. 46. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἐξ ἑκατέρου μέρους, καὶ ἀνταφαίρεσις, εως, ἡ, [[ἀφαίρεσις]] ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν, Νικομ. Ἀριθμ. 86. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[quitar a su vez]] ψυχὴν ... αὐτόν Antipho 4.1.7<br /><b class="num">•</b>mat. [[sustraer a su vez]] del sustraendo de una resta el resto de la misma, Nicom.<i>Ar</i>.1.13.11.<br /><b class="num">2</b> intr. [[disminuir a su vez]] Aristid.<i>Or</i>.23.50. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
A take away in return, in Med., Antipho 4.1.7:—Act., intr., diminish in turn, Aristid. Or.23(42).50, cf.2.309J. II subtract from the opposite side, and ἀνταφαίρ-εσις, εως, ἡ, subtraction from the opposite side, Nicom.Ar.1.13.
German (Pape)
[Seite 245] (s. αἱρέω), dagegen wegnehmen, Aristid.; Nicom. arithm. 1, 13. – Med., τὴν ψυχήν Antiph. IV α 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταφαιρέω: (μέσ. φων.) ἀφαιρῶ τι παρά τινος πρὸς τιμωρίαν κακῆς πράξεως: ὑμᾶς δὲ χρὴ τήν τε ἀνομίαν τοῦ παθήματος ἀμύνοντας, τήν τε ὕβριν κολάζοντας ἀξίως τοῦ πάθους, τὴν βουλεύουσαν ψυχὴν ἀνταφελέσθαι αὐτὸν Ἀντιφῶν 125. 46. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἐξ ἑκατέρου μέρους, καὶ ἀνταφαίρεσις, εως, ἡ, ἀφαίρεσις ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν, Νικομ. Ἀριθμ. 86.
Spanish (DGE)
1 quitar a su vez ψυχὴν ... αὐτόν Antipho 4.1.7
•mat. sustraer a su vez del sustraendo de una resta el resto de la misma, Nicom.Ar.1.13.11.
2 intr. disminuir a su vez Aristid.Or.23.50.