πιτυρίας: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_1) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐτῡρίας''': ([[μετὰ]] τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85. | |lstext='''πῐτῡρίας''': ([[μετὰ]] τοῦ ἄρτος ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, [[πιτυρίτης]] ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄρτος]]) μαύρο [[ψωμί]], [[πιτυρίτης]]. || <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (ως σκωπτική [[προσφώνηση]]) πολύ [[μελαχρινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αποπυρ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
(with or without ἄρτος), ὁ, bread
A made with bran, Poll. 6.72, Gal.6.481, etc.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, ἄρτος, Kleienbrot, VLL., wie Poll. 6, 72; auch πιτυρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρίας: (μετὰ τοῦ ἄρτος ἢ ἄνευ αὐτοῦ), ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐκ πιτύρων, Πολυδ. Ϛ΄, 72, Γαλην., κλ.˙ οὕτω, πιτυρίτης ἄρτος Ἀθήν. 114Ε. ΙΙ. ὡς λέξις ὀνειδιστική, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 85.