καγχαλάω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καγχᾰλάω''': (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, [[καγχάζω]], Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. [[καχάζω]]. | |lstext='''καγχᾰλάω''': (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, [[καγχάζω]], Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. [[καχάζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[καγχάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
A rejoice, exult, καγχαλόωσι . . Ἀχαιοί, κτλ. rejoice because a Trojan champion has been chosen for his looks, Il.3.43; καγχαλόων 6.514, 10.565; καγχαλόωσα Od.23.1,59; καγχαλάασκε A.R.4.996; ἐπακτὴρ καγχαλῶν ἀγρεύματι Lyc.109; καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι Q.S.8.12; ἐνὶ φρεσὶ -όωντες κρύβδ' Ἥρης Id.3.136, cf. 200, al., Opp.C.4.377, H.5.234; of hounds, deer, Id.C.1.523, 2.237; of pards, οἴνῳ μέγα -όωσι ib.3.80; of a polypus, Id.H.4.281.
German (Pape)
[Seite 1278] laut lachen u. jubeln; καγχαλόωσι Il. 3, 43; καγχαλόων 6, 514. 10, 565; καγχαλόωσα Od. 23, 1. 59; sonst nur in VLL. Vgl. das vorige Wort.
Greek (Liddell-Scott)
καγχᾰλάω: (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, καγχάζω, Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. καχάζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. καγχάζω.