καταχώννυμι: Difference between revisions
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω˙- χώνω βαθέως, [[σκεπάζω]] μὲ σωρὸν χώματος, [[κατακαλύπτω]], κατορύττω, [[θάπτω]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173˙ κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295˙ οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225˙ [[χρυσίον]] πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) [[φράττω]], «στουπώνω», τὸ [[στόμιον]] τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., [[κατακλύζω]], «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, [[οἷον]] καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· [[πλείω]] ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· [[ὡσαύτως]], [[θάπτω]] ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, [[ἐπισκιάζω]], ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε. | |lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω˙- χώνω βαθέως, [[σκεπάζω]] μὲ σωρὸν χώματος, [[κατακαλύπτω]], κατορύττω, [[θάπτω]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173˙ κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295˙ οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225˙ [[χρυσίον]] πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) [[φράττω]], «στουπώνω», τὸ [[στόμιον]] τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., [[κατακλύζω]], «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, [[οἷον]] καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· [[πλείω]] ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· [[ὡσαύτως]], [[θάπτω]] ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, [[ἐπισκιάζω]], ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> ensevelir sous un amas (de sable) acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ensevelir <i>ou</i> cacher sous un amas (de paroles, <i>etc.</i>) : ἐρώτησιν PLUT une question.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
( καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), fut. -
A χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας . . κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15. 2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1. 3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει . . τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9. 4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.
Greek (Liddell-Scott)
καταχώννῡμι: (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω˙- χώνω βαθέως, σκεπάζω μὲ σωρὸν χώματος, κατακαλύπτω, κατορύττω, θάπτω, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173˙ κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295˙ οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225˙ χρυσίον πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) φράττω, «στουπώνω», τὸ στόμιον τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., κατακλύζω, «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, οἷον καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· ὡσαύτως, θάπτω ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.
French (Bailly abrégé)
1 ensevelir sous un amas (de sable) acc.;
2 fig. ensevelir ou cacher sous un amas (de paroles, etc.) : ἐρώτησιν PLUT une question.
Étymologie: κατά, χώννυμι.