μαχλοσύνη: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαχλοσύνη''': [[αἰσχρότης]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], [[λαγνεία]] ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 ([[ἔνθα]] ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε [[μάχλος]]), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός. | |lstext='''μαχλοσύνη''': [[αἰσχρότης]], [[ἀκολασία]], [[ἀσέλγεια]], [[λαγνεία]] ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 ([[ἔνθα]] ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε [[μάχλος]]), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />lubricité, impudicité.<br />'''Étymologie:''' [[μάχλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.