Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρύλις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).
|lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι<br /><b>2.</b> (στην [[Κρήτη]]) ο [[χορός]] [[πυρρίχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πρυλέες]] και, κατνώςά μία [[άποψη]], έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. <i>πρυλίων</i> της γεν. πληθ. της λ. [[πρυλέες]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρύλῐς Medium diacritics: πρύλις Low diacritics: πρύλις Capitals: ΠΡΥΛΙΣ
Transliteration A: prýlis Transliteration B: prylis Transliteration C: prylis Beta Code: pru/lis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ,

   A dance in armour, armed dance, Call.Jov.52, Dian.240; Cret., = πυρρίχη, acc. to Arist.Fr.519.

German (Pape)

[Seite 801] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie πυῤῥίχη, nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240.

Greek (Liddell-Scott)

πρύλῐς: [ῠ], εως, ἡ, ὄρχησις ἐν ὅπλοις, ἐνόπλιος ὄρχησις, Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ πυρρίχη κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι
2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. της λ. πρυλέες.