οἶνοψ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]].
|lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]].
}}
{{bailly
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d’un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνοψ Medium diacritics: οἶνοψ Low diacritics: οίνοψ Capitals: ΟΙΝΟΨ
Transliteration A: oînops Transliteration B: oinops Transliteration C: oinops Beta Code: oi)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, (ὄψ)

   A wine-coloured, Hom. (never in nom.) epith. of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421 ; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32 ; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.

Greek (Liddell-Scott)

οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.

French (Bailly abrégé)

οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d’un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.