παγκρατιαστικός: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκρᾰτιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παγκράτιον]] (ἴδε [[παγκράτιον]]), ἡ παγκρ. [[τέχνη]], ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ [[παγκράτιον]]. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27. | |lstext='''παγκρᾰτιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παγκράτιον]] (ἴδε [[παγκράτιον]]), ἡ παγκρ. [[τέχνη]], ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ [[παγκράτιον]]. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the παγκράτιον, ἡ π. τέχνη Pl.Euthd. 272a. Adv. -κῶς Poll.3.150, Sch.Pi.N.3.27. II skilled in the παγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh.1361b26, cf. Gal. 6.158.
German (Pape)
[Seite 436] ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παγκράτιον (ἴδε παγκράτιον), ἡ παγκρ. τέχνη, ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ τέχνη, Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παγκράτιον. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui lutte ou s’exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.