πυκτικός
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
πυκτική, πυκτικόν,
A skilled in boxing, Pl.Grg. 456d, Alc.2.145d, etc.; opp. παλαιστικός, Arist.Rh.1361b25: ἡ πυκτική (sc. τέχνη) the art of boxing, Pl.Grg. 460d, Alc.2.145d; πυκτικὴ ἐπιστήμη Arist.Cat.10b3. Adv. πυκτικῶς Sch.Theoc.22.67: Comp. πυκτικώτερον Philostr.Gym.35.
2 of boxers or for boxers, μάχη Pl.R. 333e; πόνοι, γυμνάσιον, Ruf.Sat.Gon.34, Gal.19.690; ἡ πυκτική = plaster for boxers, Id.13.509.
German (Pape)
[Seite 816] zum Faustkämpfer gehörig; πυκτικὸς γενόμενος, ein geschickter Faustkämpfer, Plat. Gorg. 456 d; ἡ πυκτική, die Kunst des Faustkampfes, 460 d; ἐν μάχῃ πυκτικῇ, Rep. I, 333 e.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le pugilat.
Étymologie: πύκτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκτικός -ή -όν [πύκτης] boks-:. ἡ πυκτική (sc. τέχνη) het boksen Plat. Grg. 460d. ervaren in het boksen.
Russian (Dvoretsky)
πυκτικός:
1 кулачный (μάχη Plat.; ἐπιστήμη Arst.);
2 опытный в кулачном бою Plat., Plut.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πύκτης
1. αυτός που αναφέρεται στην πυγμαχία
2. εξασκημένος στην πυγμαχία
3. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πυγμάχους («πυκτικοὶ πόνοι», Ρούφ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυκτική
α) πυγμαχία
β) έμπλαστρο κατάλληλο για πυγμάχους.
επίρρ...
πυκτικῶς Α
με την πυγμή.
Greek Monotonic
πυκτικός: -ή, -όν,
1. επιδέξιος στην πυγμαχία, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της πυγμαχίας, στον ίδ.
2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στους πυγμάχους, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πυκτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς πυγμαχίαν ἔμπειρος, Πλάτ. Γοργ. 456D, Ἀλκ. 2. 145D, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ παλαιστικός, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς πυγμαχίας, Πλάτ. Γοργ. 460D, Ἀλκ. 2. 145D· π. ἐπιστήμη Ἀριστ. Κατηγ. 8, 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 22. 67. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πύκτας ἢ πυγμάχους, μάχη Πλάτ. Πολ. 333Ε· πόνοι, γυμνάσιον, κτλ., Ροῦφος, Γαλην.· ἡ πυκτική, ἔμπλαστρον κατάλληλον διὰ τοὺς πύκτας, ὁ αὐτ.
Middle Liddell
πυκτικός, ή, όν
1. skilled in boxing, Plat.: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of boxing, Plat.
2. of or for boxers, Plat.