νεβρίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεβρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς νεβρίδα, ν. [[λίθος]], [[λίθος]] τις [[πολύτιμος]], Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64. | |lstext='''νεβρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς νεβρίδα, ν. [[λίθος]], [[λίθος]] τις [[πολύτιμος]], Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεβρίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[νεβρίδα]] («[[νεβρίτης]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[ιερός]] [[λίθος]] του Βάκχου ο [[οποίος]] έμοιαζε με [[δέρμα]] νεβρού, <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]], δηλωτικό ονομ. λίθων (<b>πρβλ.</b> <i>κογχ</i>-[[ίτης]], <i>λυχν</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A like a fawnskin, ν. λίθος, a precious stone, Orph.L.748:—also νεβρ-ῖτις, ιδος, ἡ, Plin.HN37.175.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, = νεβρίας, λίθος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς νεβρίδα, ν. λίθος, λίθος τις πολύτιμος, Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64.
Greek Monolingual
νεβρίτης, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» — πολύτιμος ιερός λίθος του Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].