τύρβα: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_6) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύρβᾰ''': Ἐπίρρ., ([[τύρβη]]) pêle-mêle, [[συγκεχυμένως]], [[ἀναμίξ]], ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω [[κάτω]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· [[ὡσαύτως]] [[σύρβα]], Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «[[μετὰ]] θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. [[συρβηνεύς]]. | |lstext='''τύρβᾰ''': Ἐπίρρ., ([[τύρβη]]) pêle-mêle, [[συγκεχυμένως]], [[ἀναμίξ]], ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω [[κάτω]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· [[ὡσαύτως]] [[σύρβα]], Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «[[μετὰ]] θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. [[συρβηνεύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σύρβα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μετὰ]] θορύβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύρβη]] / [[σύρβη]] «[[σύγχυση]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σάφα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (τύρβη)
A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.
German (Pape)
[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.
Greek (Liddell-Scott)
τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.
Greek Monolingual
και σύρβα Α
επίρρ.
1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα)].