Ἑρμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἑρμίδιον''': ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[Ἑρμῆς]], μικρὸν [[ἄγαλμα]] Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς [[ἔκφρασις]] στοργῆς καὶ ἀγάπης, [[ὑποκόρισμα]] φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον [[αὐτόθι]] 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, [[Ἑρμήδιον]] διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]]. | |lstext='''Ἑρμίδιον''': ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ [[Ἑρμῆς]], μικρὸν [[ἄγαλμα]] Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς [[ἔκφρασις]] στοργῆς καὶ ἀγάπης, [[ὑποκόρισμα]] φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον [[αὐτόθι]] 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, [[Ἑρμήδιον]] διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit Hermès :<br /><b>1</b> statuette <i>ou</i> figurine d’Hermès;<br /><b>2</b> <i>t. d’affect.</i> cher petit Hermès.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. Ἑρμῄδιον.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμίδιον: ῑδ, τό, ὑποκορ. τοῦ Ἑρμῆς, μικρὸν ἄγαλμα Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 924· ὡς ἔκφρασις στοργῆς καὶ ἀγάπης, ὑποκόρισμα φιλοφρονητικόν, μή νυν λακήσῃς, λίσσομαί σ’, ὦρμίδιον αὐτόθι 382. Ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1, Ἑρμήδιον διὰ τοῦ η ἐν τῇ προπαραλ., ὅπερ ἴσως εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit Hermès :
1 statuette ou figurine d’Hermès;
2 t. d’affect. cher petit Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.