σκελίς: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_12)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
|lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
}}
{{elru
|elrutext='''σκελίς:''' ίδος ἡ Plut. = [[σχελίς]].
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελίς Medium diacritics: σκελίς Low diacritics: σκελίς Capitals: ΣΚΕΛΙΣ
Transliteration A: skelís Transliteration B: skelis Transliteration C: skelis Beta Code: skeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, later form for σχελίς (q.v.).    II v. σκελλίς.

German (Pape)

[Seite 891] ίδος, ἡ, att. σχελίς, der Hinterfuß und die Hüfte eines Thieres, vom Schweine der Schinken, nach Hesych. der Theil vom Rückgrat an bis an den Unterleib; σχελίδες ὁλόκνημοι, Pherecrat. bei Ath. VI, 296 a; s. σχελίς.

Greek (Liddell-Scott)

σκελίς: -ίδος, μεταγεν. τύπος τοῦ σχελίς, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. σκελλίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».

Russian (Dvoretsky)

σκελίς: ίδος ἡ Plut. = σχελίς.