Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδραποδιστής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» ([[Πολυδ]]. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6.
|lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» ([[Πολυδ]]. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς [[ἑαυτοῦ]] XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d’esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραποδίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδιστής Medium diacritics: ἀνδραποδιστής Low diacritics: ανδραποδιστής Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: andrapodistḗs Transliteration B: andrapodistēs Transliteration C: andrapodistis Beta Code: a)ndrapodisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A slave-dealer or kidnapper, Ar.Eq.1030, Pl.521, Lys.10.10, etc., cf. Poll.3.78; coupled with ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, etc., Pl.R.344b: metaph., ἀ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, X.Mem.1.2.6.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδραποδιστής: -οῦ, ὁ, σωματέμπορος, «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῦ XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d’esclaves.
Étymologie: ἀνδραποδίζω.