χεσᾶς: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_4) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | |lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-<i>ᾶς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
Greek Monolingual
-ᾱντος, ὁ, Α
χεζάς, χέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. ἔ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγ-ᾶς)].