ἀγοστός: Difference between revisions
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγοστός''': ὁ, ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. ἐν τῇ φράσει: ὁ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Β. 425, κτλ.· ἀγ. χειρός, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 120. ΙΙ. ὁ [[βραχίων]] = [[ἀγκάλη]], Θεόκρ. 17. 129, Ἀνθ. Π. 7. 464· μεταφ., Ἀκαδημείας ... ἐν ἀγοστῷ, [[αὐτόθι]], 6, 144. (συγγ. τοῦ [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]] κτλ.). | |lstext='''ἀγοστός''': ὁ, ἡ [[παλάμη]] τῆς χειρός· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. ἐν τῇ φράσει: ὁ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Β. 425, κτλ.· ἀγ. χειρός, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 120. ΙΙ. ὁ [[βραχίων]] = [[ἀγκάλη]], Θεόκρ. 17. 129, Ἀνθ. Π. 7. 464· μεταφ., Ἀκαδημείας ... ἐν ἀγοστῷ, [[αὐτόθι]], 6, 144. (συγγ. τοῦ [[ἄγκος]], [[ἀγκάλη]] κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> creux de la main;<br /><b>2</b> bras recourbé, embrassement.<br />'''Étymologie:''' DELG étymologie inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A flat of the hand, Hom. only in Il., in the phrase ὁ δ' ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ 11.425, al.; χειρὸς ἀ. A.R.3.120. II arm, = ἀγκάλη, Theoc.17.129, AP7.464 (Antip.); pl., ib.5.254.15 (Paul. Sil.): metaph., [Ἀκαδημείας] ἐν ἀγοστῷ Simon. 150. III dirt, filth, Sch.Il.6.506. (Perh. cognate with Skt. haástas 'hand'.)
German (Pape)
[Seite 22] ὁ, die flache Hand, Hom. nur ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Iliad. 11, 425. 13, 508. 520. 14, 452. 17, 315; Apoll. Rh. 3, 120 χειρὸς ἀ., Theocrit. 17, 129 νυμφίον περιβάλλετ' ἀγοστῷ, allgemeiner, mit dem Arme, wie Ant. Sid. 104 (VII, 464) βρέφος φορέειν ἀγοστῷ und öfter in Anthol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγοστός: ὁ, ἡ παλάμη τῆς χειρός· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. ἐν τῇ φράσει: ὁ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, Β. 425, κτλ.· ἀγ. χειρός, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 120. ΙΙ. ὁ βραχίων = ἀγκάλη, Θεόκρ. 17. 129, Ἀνθ. Π. 7. 464· μεταφ., Ἀκαδημείας ... ἐν ἀγοστῷ, αὐτόθι, 6, 144. (συγγ. τοῦ ἄγκος, ἀγκάλη κτλ.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 creux de la main;
2 bras recourbé, embrassement.
Étymologie: DELG étymologie inconnue.