ἐριώδης: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐρίῳ [[ὅμοιος]], [[μαλλωτός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4. | |lstext='''ἐριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐρίῳ [[ὅμοιος]], [[μαλλωτός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[ἐριώδης]], -ες, Α και ιων. εἰριώδης, -ες) [[έριον]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] μαλλιά, ο [[μαλλωτός]]<br /><b>2.</b> ο όμοιος με [[μαλλί]] («[[τρίχα]] [[κάτωθεν]] ἐριώδη», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εριώδης]]<br />[[γένος]] πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας τών κηβιδών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, Ion. εἰρι-,
A like wool, woolly, Hp.Art.49, Arist.HA630a30, Thphr.HP3.7.4 ; κιρσοί Orib.45.18.28.
German (Pape)
[Seite 1031] ες, wollartig, wollen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριώδης: -ες, (εἶδος) ἐρίῳ ὅμοιος, μαλλωτός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐριώδης, -ες, Α και ιων. εἰριώδης, -ες) έριον
1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός
2. ο όμοιος με μαλλί («τρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο εριώδης
γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας τών κηβιδών.