παραζώννυμι: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραζώννυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, [[κρεμῶ]] παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, [[ξίφος]] Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. [[παρακαλύπτω]] τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2. | |lstext='''παραζώννυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, [[κρεμῶ]] παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, [[ξίφος]] Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. [[παρακαλύπτω]] τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=suspendre à la ceinture, acc. ; <i>fig.</i> suspendre comme une ceinture;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ζώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
and παραζωννύω,
A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R.553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79. II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr.Sign.51.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.
French (Bailly abrégé)
suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.