θρύον: Difference between revisions
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρύον''': τό, βοῦρλον, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης, καίετο δὲ [[λωτὸς]] τε ἰδὲ [[θρύον]] ἠδὲ [[κύπειρον]] «[[εἶδος]] πόας, ὁ λεγόμενος [[θρύσις]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε [[θρῖον]], ἐν τέλ. ΙΙ. = [[στρύχνος]] [[μανικός]], [[ἴσως]] ὁ [[δηλητηριώδης]], Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, ([[ἔνθα]] θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74. | |lstext='''θρύον''': τό, βοῦρλον, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης, καίετο δὲ [[λωτὸς]] τε ἰδὲ [[θρύον]] ἠδὲ [[κύπειρον]] «[[εἶδος]] πόας, ὁ λεγόμενος [[θρύσις]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε [[θρῖον]], ἐν τέλ. ΙΙ. = [[στρύχνος]] [[μανικός]], [[ἴσως]] ὁ [[δηλητηριώδης]], Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, ([[ἔνθα]] θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> dhvar « courber », <i>litt.</i> « la plante flexible ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A reed, rush, Il.21.351, Hp.Steril.246, Thphr.HP4.11.12, Arist.Mir.844a27: in sg. collectively, ἔπλεκεν Call.Aet.3.1.24, cf. D.S.3.10, Theoc.13.40 (pl.), AP9.723 (Antip. Sid.); [γῆν] καθαρὰν ἀπὸ θρύου (Pap. θροίου) PTeb.105.26 (ii B.C.), POxy.910.41 (ii A.D.): pl. written θροία UPZ98.12 (ii B.C.). II = στρύχνον μανικόν, thornapple, Datura Stramonium, Orph.A.916, Thphr.HP9.11.6 (θρύορον, βρύορον codd.), Dsc.4.73.
German (Pape)
[Seite 1220] τό, Binse, Il. 21, 351, neben λωτός u. κύπειρος; Ep. ad. 222 (IX, 723). Auch a. Sp., wie D. Sic. 3, 10. – Bei Theophr. ein anderes Kraut, auch θρύορος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
θρύον: τό, βοῦρλον, ἢ εἶδος βοτάνης, καίετο δὲ λωτὸς τε ἰδὲ θρύον ἠδὲ κύπειρον «εἶδος πόας, ὁ λεγόμενος θρύσις» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε θρῖον, ἐν τέλ. ΙΙ. = στρύχνος μανικός, ἴσως ὁ δηλητηριώδης, Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, (ἔνθα θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jonc.
Étymologie: cf. skr. dhvar « courber », litt. « la plante flexible ».