κνηκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κνηκίς]].
|lstext='''κνηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κνηκίς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κνηκοειδής]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με κνήκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκοειδής Medium diacritics: κνηκοειδής Low diacritics: κνηκοειδής Capitals: ΚΝΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: knēkoeidḗs Transliteration B: knēkoeidēs Transliteration C: knikoeidis Beta Code: knhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.

German (Pape)

[Seite 1460] ές, sasslorähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.

Greek Monolingual

κνηκοειδής, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -ειδής (< εἶδος)].