κηρογονία: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρογονία''': ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14. | |lstext='''κηρογονία''': ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηρογονία]], ἡ (Α)<br />ο [[σχηματισμός]] κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γονώ</i> <span style="color: red;"><</span> -[[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>γονία</i>, [[κοσμογονία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A formation of wax or combs, LXX 4 Ma.14.19.
German (Pape)
[Seite 1433] ἡ, Erzeugung, Bildung des Wachses, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
κηρογονία: ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.
Greek Monolingual
κηρογονία, ἡ (Α)
ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γονία (< -γονώ < -γόνος < γόνος), πρβλ. θεο-γονία, κοσμογονία.