παραφορέω: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφορέω''': παραφέρω, [[φέρω]] καὶ θέτω ἐμπρός τινος, [[παρατίθημι]], ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., [[συλλέγω]], [[συνάγω]], Πλάτ. Νόμ. 858Β. | |lstext='''παραφορέω''': παραφέρω, [[φέρω]] καὶ θέτω ἐμπρός τινος, [[παρατίθημι]], ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., [[συλλέγω]], [[συνάγω]], Πλάτ. Νόμ. 858Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />apporter devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φορέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215 :— Pass., Hdt.1.133. 2 Med., accumulate, Pl.Lg.858b.
German (Pape)
[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.
Greek (Liddell-Scott)
παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.