κριθανίας: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῑθᾰνίας''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] κριθῇ, κρ. [[πυρός]], [[εἶδος]] σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3. | |lstext='''κρῑθᾰνίας''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] κριθῇ, κρ. [[πυρός]], [[εἶδος]] σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κριθανίας]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κριθανίας]] [[πυρός]]» — [[είδος]] σιτηρού, πιθ. ο [[κέγχρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κριθανίας]] ([[πυρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> πιθ. κατάλ. -<i>ανίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υφ</i>-<i>ανίας</i>) σχηματίστηκε αναλογικά, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>σητανίας</i> ([[πυρός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like barley: κ. πυρός a branching cereal, perh. millet, Thphr.HP8.2.3.
German (Pape)
[Seite 1508] πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθᾰνίας: -ου, ὁ, ὅμοιος κριθῇ, κρ. πυρός, εἶδος σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3.
Greek Monolingual
κριθανίας, ὁ (Α)
1. όμοιος με κριθάρι
2. φρ. «κριθανίας πυρός» — είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. -ανίας (πρβλ. υφ-ανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο του σητανίας (πυρός)].