πικρία: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικρία''': ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ [[ἰδιότης]], «πικράδα», «[[πίκρα]]», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· [[πρός]] τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· [[λόγος]] π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19. | |lstext='''πικρία''': ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ [[ἰδιότης]], «πικράδα», «[[πίκρα]]», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· [[πρός]] τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· [[λόγος]] π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> amertume, goût amer;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> aigreur, colère;<br /><b>2</b> dureté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bitterness: 1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc. 2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι π. Plb.15.4.11 ; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15 ; ἡ ἐν τοῖς λόγοις π. D.S.16.88 ; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19. 3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ π. BGU417.5 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.
Greek (Liddell-Scott)
πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. amertume, goût amer;
II. fig.
1 aigreur, colère;
2 dureté.
Étymologie: πικρός.