ἐκμεθύσκω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4. | |lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à l’excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μεθύσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
French (Bailly abrégé)
enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l’excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.