κατακυριεύω: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακῡριεύω''': ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, [[ἀλλά]] κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, [[λαμβάνω]] ἐξουσίαν ἐπί τινος, [[ἐξουσιάζω]] τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.
|lstext='''κατακῡριεύω''': ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, [[ἀλλά]] κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, [[λαμβάνω]] ἐξουσίαν ἐπί τινος, [[ἐξουσιάζω]] τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.
}}
{{bailly
|btext=commander à, dominer sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κυριεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῡριεύω Medium diacritics: κατακυριεύω Low diacritics: κατακυριεύω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katakyrieúō Transliteration B: katakyrieuō Transliteration C: katakyrieyo Beta Code: katakurieu/w

English (LSJ)

   A gain or exercise complete dominion, LXXPs.71(72).8.    2 κ. τινός gain dominion over, gain possession of, ib.Ps.9.26 (10.5), 1 Ep.Pet.5.3; [πλοίου] D.S.14.64.

German (Pape)

[Seite 1357] = κυριεύω; D. Sic. 14, 64; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡριεύω: ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, ἀλλά κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, λαμβάνω ἐξουσίαν ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.

French (Bailly abrégé)

commander à, dominer sur, gén..
Étymologie: κατά, κυριεύω.