παριαμβίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(6_12)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παριαμβίς''': -ίδος, ἡ, [[μέλος]] ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, π. ὑπᾴδειν ἐν κιθάρᾳ Ἐπίχ. 75 Ahr., πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.
|lstext='''παριαμβίς''': -ίδος, ἡ, [[μέλος]] ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, π. ὑπᾴδειν ἐν κιθάρᾳ Ἐπίχ. 75 Ahr., πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[μέλος]] που άδεται με τη [[συνοδεία]] κιθάρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐαμβίς Medium diacritics: παριαμβίς Low diacritics: παριαμβίς Capitals: ΠΑΡΙΑΜΒΙΣ
Transliteration A: pariambís Transliteration B: pariambis Transliteration C: pariamvis Beta Code: pariambi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A air set for the harp, ὑπαυλεῖν κιθάρᾳ π. Epich. 109 (pl.), Apollod. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 522] ίδος, ἡ, 1) eine Weise der Cithersänger, νόμος κιθαριστικός; Epicharm. bei Ath. IV, 183 c; Poll. 4, 66. 83; Schol. Plat. Rep. III, 133. – 2) ein Saiteninstrument, Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

παριαμβίς: -ίδος, ἡ, μέλος ᾀδόμενον πρὸς κιθάραν, π. ὑπᾴδειν ἐν κιθάρᾳ Ἐπίχ. 75 Ahr., πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
μέλος που άδεται με τη συνοδεία κιθάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρίαμβος + επίθημα -ίς].