φωστήρ: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωστήρ''': ῆρος, ὁ, (φῶς, [[φώσκω]]), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., [[ἄνοιγμα]] ἢ ὀπὴ φωτός, [[φωταγωγός]], «[[φεγγίτης]]», [[θύρα]] ἢ παράθυρον, «[[φωστήρ]], θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ [[φάος]]. | |lstext='''φωστήρ''': ῆρος, ὁ, (φῶς, [[φώσκω]]), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., [[ἄνοιγμα]] ἢ ὀπὴ φωτός, [[φωταγωγός]], «[[φεγγίτης]]», [[θύρα]] ἢ παράθυρον, «[[φωστήρ]], θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ [[φάος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> ce qui donne la lumière, ce qui illumine;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> corps céleste lumineux, étoile, astre;<br /><b>3</b> éclat, lumière.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A that which gives light, οἱ φ. the lights of heaven, stars, LXXGe.14, al., Simp. in Epict.p.72 D.; οἱ δύο φ., i.e. sun and moon, ibid., cf. Procl.Hyp.4.72, etc.; φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ Ep.Phil.2.15. 2 splendour, radiance, ὁ φ. αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ Apoc.21.11. 3 metaph., of a king, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Them.Or.16.204c. 4 of the eyes, Vett.Val.110.22. II opening for light, door or window, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1323] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωστήρ: ῆρος, ὁ, (φῶς, φώσκω), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., ἄνοιγμα ἢ ὀπὴ φωτός, φωταγωγός, «φεγγίτης», θύρα ἢ παράθυρον, «φωστήρ, θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ φάος.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 ce qui donne la lumière, ce qui illumine;
2 particul. corps céleste lumineux, étoile, astre;
3 éclat, lumière.
Étymologie: φῶς.