ἐπιμαρτύρησις: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμαρτύρησις''': -εως, ἡ, [[ἐπιβεβαίωσις]] μαρτυρίας, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 147. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212, Πλούτ. 1121D. | |lstext='''ἐπιμαρτύρησις''': -εως, ἡ, [[ἐπιβεβαίωσις]] μαρτυρίας, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 147. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212, Πλούτ. 1121D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιμαρτύρησις]], ἡ (AM) [[επιμαρτυρώ]]<br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]<br />(αρχ) <b>αστρολ.</b> [[επιμαρτυρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, corroboration, Epicur.Sent.24, al.; -ήσεως δεῖσθαι M.Ant.7.62; ἡ ἐκ τῶν φαινομένων ἐ. S.E.P.1.181. II. Astrol., supporting by aspect, Paul.Al.O.4, Ptol.Tetr. 200.
German (Pape)
[Seite 960] ἡ, die Bezeugung, Bestätigung, Plut. adv. Col. 25; Ggstz ἀντιμαρτύρησις, Epicur. D. L. 10, 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτύρησις: -εως, ἡ, ἐπιβεβαίωσις μαρτυρίας, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 147. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212, Πλούτ. 1121D.
Greek Monolingual
ἐπιμαρτύρησις, ἡ (AM) επιμαρτυρώ
επιβεβαίωση, επικύρωση
(αρχ) αστρολ. επιμαρτυρία.