ἐπείκελος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(6_6)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπείκελος''': ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, [[ἴσως]] γναμπτοῖς ἐπιείκελοι [[εἶναι]] ἡ διάφ. γραφή.
|lstext='''ἐπείκελος''': ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, [[ἴσως]] γναμπτοῖς ἐπιείκελοι [[εἶναι]] ἡ διάφ. γραφή.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπείκελος]], -ον (Α)<br />[[αντί]] [[επιείκελος]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείκελος Medium diacritics: ἐπείκελος Low diacritics: επείκελος Capitals: ΕΠΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: epeíkelos Transliteration B: epeikelos Transliteration C: epeikelos Beta Code: e)pei/kelos

English (LSJ)

dub. l. for ἐπιείκελος, Opp.C.2.167.

German (Pape)

[Seite 910] = ἐπιείκελος, Opp. C. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείκελος: ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, ἴσως γναμπτοῖς ἐπιείκελοι εἶναι ἡ διάφ. γραφή.

Greek Monolingual

ἐπείκελος, -ον (Α)
αντί επιείκελος.