φλήναφος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλήνᾰφος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ)· ― [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], ἡ [[πρόνοια]] δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, [[μωρολόγος]], ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α. | |lstext='''φλήνᾰφος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ)· ― [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], ἡ [[πρόνοια]] δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, [[μωρολόγος]], ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sot bavardage, sottise, niaiserie.<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ??? | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A idle talk, nonsense, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc. II babbler, ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.
German (Pape)
[Seite 1291] ὁ (vgl. φλεδών, φλῆνος, schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. φλήναφος, ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.
Greek (Liddell-Scott)
φλήνᾰφος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ματαιολογία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, ἡ πρόνοια δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, μωρολόγος, ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sot bavardage, sottise, niaiserie.
Étymologie: DELG langue fam., étym. obscure;
cf. φλάζω² ???