καλότης: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰλότης''': -ητος, ἡ, = [[κάλλος]], [[καλλονή]], [[λέξις]] σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.
|lstext='''κᾰλότης''': -ητος, ἡ, = [[κάλλος]], [[καλλονή]], [[λέξις]] σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότης Medium diacritics: καλότης Low diacritics: καλότης Capitals: ΚΑΛΟΤΗΣ
Transliteration A: kalótēs Transliteration B: kalotēs Transliteration C: kalotis Beta Code: kalo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.

German (Pape)

[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.