συνθηματικός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ προηγουμένην συνεννόησιν ἢ συμφωνίαν, γράμματα συν., ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένα, ἰδιαίτερα, οὐχὶ συνήθη, Πολύβ. 8. 18, 9. ― Ἐπίρρ. συνθηματικῶς, συνθ. γράφειν, διὰ συνθηματικῶν σημείων γράφειν, [[αὐτόθι]] 19. 4, πρβλ. [[σύνθημα]] Ι. | |lstext='''συνθημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ προηγουμένην συνεννόησιν ἢ συμφωνίαν, γράμματα συν., ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένα, ἰδιαίτερα, οὐχὶ συνήθη, Πολύβ. 8. 18, 9. ― Ἐπίρρ. συνθηματικῶς, συνθ. γράφειν, διὰ συνθηματικῶν σημείων γράφειν, [[αὐτόθι]] 19. 4, πρβλ. [[σύνθημα]] Ι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συνθηματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύνθημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα [[σύνθημα]], ένα [[σημείο]] συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[συμβολικός]] (α. «συνθηματικές γλώσσες»<br />[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την [[ίδια]] επαγγελματική [[απασχόληση]], [[συνήθως]] για να επιτυγχάνεται η [[συνεννόηση]] τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. [[μυστικά]] ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες<br />β. «ἔχοντα [[παρά]] τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», <b>Πολ.</b>)<br />(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται [[κατά]] [[συνθήκη]], [[μετά]] από [[συνεννόηση]], ορισμένες έννοιες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνθηματικώς]] / <i>συνθηματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνθηματικά</i> Ν<br />με συνθηματικά [[σημεία]], με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A by preconcerted signs, σ. γράμματα writings in cipher, Plb.8.16.9. Adv. -κῶς in cipher, Id.8.17.4. II symbolical, Dam.Pr.210.
Greek (Liddell-Scott)
συνθημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ προηγουμένην συνεννόησιν ἢ συμφωνίαν, γράμματα συν., ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένα, ἰδιαίτερα, οὐχὶ συνήθη, Πολύβ. 8. 18, 9. ― Ἐπίρρ. συνθηματικῶς, συνθ. γράφειν, διὰ συνθηματικῶν σημείων γράφειν, αὐτόθι 19. 4, πρβλ. σύνθημα Ι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνθηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύνθημα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα
2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες»
[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια επαγγελματική απασχόληση, συνήθως για να επιτυγχάνεται η συνεννόηση τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. μυστικά ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες
β. «ἔχοντα παρά τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», Πολ.)
(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται κατά συνθήκη, μετά από συνεννόηση, ορισμένες έννοιες.
επίρρ...
συνθηματικώς / συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν
με συνθηματικά σημεία, με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», Πολ.).