κρεοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεοβόρος''': -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, [[κρεοφάγος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.
|lstext='''κρεοβόρος''': -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, [[κρεοφάγος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοβόρος Medium diacritics: κρεοβόρος Low diacritics: κρεοβόρος Capitals: ΚΡΕΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kreobóros Transliteration B: kreoboros Transliteration C: kreovoros Beta Code: kreobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A fed on flesh, A.Supp.287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meat

Greek (Liddell-Scott)

κρεοβόρος: -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, κρεοφάγος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, βιβρώσκω.