ἔπαυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαυλος''': ὁ, (αὐλὴ) τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἔπαυλοι, Ὀδ. Ψ. 358, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1. 800· ἔπαυλα, τά, Σοφ. Ο. Τ. 1138, Ο. Κ. 669· - [[μάνδρα]], [[ἔπαυλις]], ποιμνιοστάσιον, «ἐπαύλους [[ἤτοι]] σταθμούς, αὐλάς, ἐπαύλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. ἔνθ. ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[καθόλου]], [[κατοικία]], [[οἶκος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 870, Σοφ. Ο. Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἔπαυλος''': ὁ, (αὐλὴ) τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἔπαυλοι, Ὀδ. Ψ. 358, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1. 800· ἔπαυλα, τά, Σοφ. Ο. Τ. 1138, Ο. Κ. 669· - [[μάνδρα]], [[ἔπαυλις]], ποιμνιοστάσιον, «ἐπαύλους [[ἤτοι]] σταθμούς, αὐλάς, ἐπαύλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. ἔνθ. ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[καθόλου]], [[κατοικία]], [[οἶκος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 870, Σοφ. Ο. Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>plur.</i> [[οἱ]] ἔπαυλοι <i>ou</i> τὰ [[ἔπαυλα]];<br /><b>1</b> étable, parc pour les bestiaux pendant la nuit;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> résidence.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐλή]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαυλος Medium diacritics: ἔπαυλος Low diacritics: έπαυλος Capitals: ΕΠΑΥΛΟΣ
Transliteration A: épaulos Transliteration B: epaulos Transliteration C: epavlos Beta Code: e)/paulos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλή) mostly in pl.,

   A ἔπαυλοι Od.23.358, A.R.1.800; ἔπαυλα S.OT 1138, OC669 (lyr.):—fold for cattle at night, Od.l.c., S.OTl. c.    2 generally, dwelling, home, A.Pers.870 (lyr.), S.OCl. c.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, 1) der Stall, die Hürde zum Uebernachten des Viehes, Od. 23, 358. – 2) Uebh. Wohnsitz, Θρῃκίων ἐπαύλων Aesch. Pers. 851; ἔπαυλοι Ap. Rh. 1, 800; gew. τὰ ἔπαυλα, Soph. O. C. 662 O. R. 1138; ἔπαυλα βοῶν Leon. Tar. 6 (VI, 262); Κιμμερίων ἔπαυλα Lycophr. 695.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαυλος: ὁ, (αὐλὴ) τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἔπαυλοι, Ὀδ. Ψ. 358, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1. 800· ἔπαυλα, τά, Σοφ. Ο. Τ. 1138, Ο. Κ. 669· - μάνδρα, ἔπαυλις, ποιμνιοστάσιον, «ἐπαύλους ἤτοι σταθμούς, αὐλάς, ἐπαύλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. ἔνθ. ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καθόλου, κατοικία, οἶκος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 870, Σοφ. Ο. Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
plur. οἱ ἔπαυλοι ou τὰ ἔπαυλα;
1 étable, parc pour les bestiaux pendant la nuit;
2 p. ext. résidence.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.