συνδιοικέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιοικέω''': διοικῶ [[ὁμοῦ]], Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι [[μετὰ]] τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21. | |lstext='''συνδιοικέω''': διοικῶ [[ὁμοῦ]], Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι [[μετὰ]] τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />administrer avec <i>ou</i> ensemble, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διοικέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως . . SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως . . Thphr.Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
administrer avec ou ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, διοικέω.