πτοιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(6_7) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτοιώδης''': -ες, ἴδε [[πτοώδης]]. | |lstext='''πτοιώδης''': -ες, ἴδε [[πτοώδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (πτοία)
A scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.
German (Pape)
[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.