πτοιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτοιώδης''': -ες, ἴδε [[πτοώδης]].
|lstext='''πτοιώδης''': -ες, ἴδε [[πτοώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοιώδης Medium diacritics: πτοιώδης Low diacritics: πτοιώδης Capitals: ΠΤΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ptoiṓdēs Transliteration B: ptoiōdēs Transliteration C: ptoiodis Beta Code: ptoiw/dhs

English (LSJ)

ες, (πτοία)

   A scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.

German (Pape)

[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.