ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπέρβλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, [[οὕτως]] ἀεὶ [[ἀνυπέρβλητος]] ἔσται ἡ ὑμετέρα [[φιλία]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· [[ἄνθρωπος]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
|lstext='''ἀνυπέρβλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, [[οὕτως]] ἀεὶ [[ἀνυπέρβλητος]] ἔσται ἡ ὑμετέρα [[φιλία]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· [[ἄνθρωπος]] [[ἀνυπέρβλητος]] εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut surpasser.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπέρβλητος Medium diacritics: ἀνυπέρβλητος Low diacritics: ανυπέρβλητος Capitals: ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anypérblētos Transliteration B: anyperblētos Transliteration C: anypervlitos Beta Code: a)nupe/rblhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. -τως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144.    2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.

German (Pape)

[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut surpasser.
Étymologie: ἀ, ὑπερβάλλω.