κακόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόγᾰμος''': -ον, νυμφευόμενος παρανόμως, μνηστῆρες Εὐστ. 1451. 47· κ. [[γάμος]], ἀτυχὴς [[γάμος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1238.
|lstext='''κᾰκόγᾰμος''': -ον, νυμφευόμενος παρανόμως, μνηστῆρες Εὐστ. 1451. 47· κ. [[γάμος]], ἀτυχὴς [[γάμος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1238.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει συνάψει παράνομο γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>γαμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόγᾰμος Medium diacritics: κακόγαμος Low diacritics: κακόγαμος Capitals: ΚΑΚΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: kakógamos Transliteration B: kakogamos Transliteration C: kakogamos Beta Code: kako/gamos

English (LSJ)

ον,

   A marrying unlawfully, μνηστῆρες Eust.1415.47; κ. γάμος an ill-starred marriage, Sch.Triclin.S.OT 1214, cf. Paul.Al.O.2.

German (Pape)

[Seite 1299] unglücklich vermählt, Schol. Soph. O. R. 1238.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόγᾰμος: -ον, νυμφευόμενος παρανόμως, μνηστῆρες Εὐστ. 1451. 47· κ. γάμος, ἀτυχὴς γάμος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1238.

Greek Monolingual

κακόγαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μονό-γαμος, φιλό-γαμος].